- σπογγώδης
- σπογγώδηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)σπογγώδηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)σπογγώδηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπογγώδης — ες / σπογγώδης, ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α [σπόγγος / σφόγγος] αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδης νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδη οι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων 2. φρ.… … Dictionary of Greek
σπογγώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. πορώδης. 2. αυτός που μοιάζει με σπόγγο. 3. «σπογγώδης ουσία», ουσία από την οποία αποτελούνται τα οστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπογγώδη — σπογγώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπογγώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σπογγώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαφρόπετρα — Σπογγώδης, ελαφριά, ηφαιστειογενής πέτρα, γεμάτη πόρους. Στη σύνθεση μοιάζει με το γυαλί, έχει πάρει όμως διαφορετική μορφή γιατί προέρχεται από υγρή λάβα που έχει κρυώσει απότομα. Βρίσκεται κυρίως στη Θήρα (Σαντορίνη) και στα ιταλικά νησιά… … Dictionary of Greek
σπογγῶδες — σπογγώδης masc/fem voc sg σπογγώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγώδεα — σπογγώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σπογγώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγώδεις — σπογγώδης masc/fem acc pl σπογγώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφλός — ή, όν, ΜΑ μσν. 1. (ως λυκία λ.) α) μαλακός, απαλός, σπογγώδης («νάρθηξ τὰ ἐντὸς σιφλός», Ευστ.) β) (για πρόσ.) «ῥάθυμος καὶ οὐκ ἐνεργός» 2. μτφ. (για πρόσ.) ο ανάξιος εμπιστοσύνης αρχ. 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη ή ελάττωμα σε ένα μέλος ή… … Dictionary of Greek
υπόσομφος — ον, Α 1. λίγο σπογγώδης ή πορώδης 2. μτφ. α) άσημος, ταπεινός β) χαλαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σομφός «σπογγώδης, πορώδης»] … Dictionary of Greek
λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από … Dictionary of Greek